Με κυριότερες αλλαγές τη μείωση της αποζημίωσης απόλυσης, τη θέσπιση 10ωρης εργασίας και τη μείωση της αμοιβής στην υπερωριακή απασχόληση, το νέο εργατικό νομοσχέδιο έρχεται με το πλέον κυνικό τρόπο να εξευτελίσει την έννοια της εξαρτημένης εργασίας.
Οι συνταγές που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια και εκ του αποτελέσματος συνέβαλαν στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, στη φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, στην ανατροφοδότηση της κρίσης και τη μηδενική ανάπτυξη, επαναφέρονται σήμερα από την κυβέρνηση με τη διαφορά ότι τώρα νομοθετούνται συνειδητά χωρίς τον μανδύα των μνημονίων. Το προσωπείο της «σωτηρίας της πατρίδας» που φορέθηκε πολύ στο παρελθόν έχει πέσει και κάθε νομοθέτημα φέρνει στην επιφάνεια την ιδεοληψία των οπαδών του νεοφιλελευθερισμού.
Οι κύριοι Μητσοτάκης και Βρούτσης, αντικρίζοντας την κοινωνική αβεβαιότητα, καθώς και την οικονομική και ψυχική κατάρρευση εκατομμυρίων ανθρώπων εξ αιτίας της πανδημίας, επιλέγουν να πατήσουν επί πτωμάτων, να εκμεταλλευτούν το φόβο και, κάνοντας την κρίση «ευκαιρία», να εφαρμόσουν κάθε ιδεολογική τους εμμονή.
Στον αντίποδα, μέρος του εργατικού κινήματος απώλεσε την τελευταία δεκαετία κάθε διεκδικητική του πρόταση και έμεινε πίσω από την ξύλινη γλώσσα των εργατοπατέρων περιωπής. Έγινε άχρωμο, απαθές και κομματικά εξαρτημένο σε βαθμό που αδυνατεί να δημιουργήσει έστω και τις ελάχιστες προϋποθέσεις αμυντικού χαρακώματος, καθιστώντας τη μάχη άνιση και την ήττα ισοπεδωτική.
Σήμερα, στην αρχή της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης, η παραγωγική διαδικασία αλλάζει θεαματικά. Η τεχνητή νοημοσύνη και η ρομποτική μειώνουν το κόστος και τις ώρες παραγωγής του προϊόντος. Πάνω στα νέα αυτά δεδομένα της ψηφιακής πραγματικότητας, θα πρέπει να σχεδιάσουμε τις εργασιακές σχέσεις της επόμενης δεκαετίας. Γιατί θα είναι άδικο το κομμάτι της πίτας της τεχνολογικής εξέλιξης, η οποία είναι προϊόν και επίτευγμα χιλιάδων εργατοωρών, να το γευτεί μόνο η μία πλευρά.
Τη στιγμή που μιλάμε για μείωση του κόστους και των ωρών παραγωγής οφείλουμε να μιλήσουμε και για μείωση των ωρών απασχόλησης, μέσω της θέσπισης 7ώρου ή 4ημέρου, με αμετάβλητο μισθό. Η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να το κάνει.
Τη στιγμή που μιλάμε για τεχνολογική εξέλιξη, για το τέλος των παραδοσιακών επαγγελμάτων και τη γένεση νέων, οφείλουμε να μιλήσουμε και για επανεκπαίδευση των εργαζομένων σε νέα αντικείμενα μέσω ενός αξιόπιστου-αξιοκρατικού συστήματος επανεκπαίδευσης, ώστε να μην ξαναζήσουμε ιστορίες «Σκόιλ Ελικίκου». Η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να το κάνει.
Τη στιγμή που μιλάμε για ψηφιακή εποχή, οφείλουμε να θεσπίσουμε ως τεκμήρια ελέγχου της επιθεώρησης εργασίας την ώρα επεξεργασίας λογισμικού αρχείου και αποστολής μηνύματος στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να το κάνει.
Τη στιγμή που αναζητάμε την κοινωνία της ισονομίας και της διαφάνειας, οφείλουμε να θεσπίσουμε τη δημόσια κοινοποίηση του συστήματος καθορισμού μισθοδοσίας και παροχών των υπαλλήλων. Η παρούσα κυβέρνηση δεν μπορεί να το κάνει.
Η αντιπολίτευση έχει καθήκον όχι μόνο να αποδομήσει το αφήγημα Μητσοτάκη και να αναδείξει τα «γκρι» νομοθετήματα που φέρνει και αργά ή γρήγορα θα τα βιώσουν οι πολίτες, αλλά και να παρουσιάσει στον ελληνικό λαό έναν προγραμματικό σχεδιασμό μεταρρυθμίσεων που θα απαντά στις προκλήσεις της νέας ψηφιακής εποχής.
Είναι δεδομένο ότι η υπεροψία που διακατέχει την οικογένεια Μητσοτάκη δεν της επιτρέπει να συμμετέχει σε οποιαδήποτε διάλογο με εργαζομένους που βιώνουν καθημερινά την εργοδοτική αυθαιρεσία, με επιχειρήσεις που αγωνιούν να βγάλουν το μήνα, με παραγωγικούς φορείς μικρού βεληνεκούς. Μοναδικός της συνομιλητής είναι η «ελίτ».
Αυτό το κενό οφείλουμε να το καλύψουμε εμείς. Και αν σήμερα το κοινωνικό εκκρεμές έλκεται από τον πόλο του φόβου, να δυναμώσουμε τον αντίπαλο πόλο. Τον πόλο της ελπίδας.